- ἔκλυτοι
- ἔκλυτοςeasy to let gomasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μόττυες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ ἔκλυτοι καὶ παρειμένοι» … Dictionary of Greek
ολιβίνης — Πυριτικό ορυκτό [(Mg,Fe)2SiO4] που κρυσταλλώνεται στη ρομβική ολοεδρία και αποτελείται από μια ισόμορφη παράμειξη φορστερίτη (Mg2SiO4) και φαϋαλίτη (Fe2SiO4). Έχει συνήθως χρώμα πράσινο (ελαιοπράσινο, φιαλοπράσινο, κιτρινοπράσινο ή, σπανιότερα… … Dictionary of Greek
Πλαύτος, Τίτος Μάκκιος — (Plautus, Σαρσίνη, Ουμβρία μεταξύ 254 και 251 π.Χ. – Ρώμη 184). Λατίνος κωμικός ποιητής. Νεότατος εργάστηκε σ’ ένα θίασο κωμικών, αλλά γρήγορα σπατάλησε τις οικονομίες του και αναγκάστηκε να γυρίζει τη μυλόπετρα ενός μυλωνά. Οι πληροφορίες αυτές… … Dictionary of Greek